- γλόμπος
- ο1. σφαιρικό σώμα2. σφαιρικό γυάλινο περίβλημα φωτιστικής λυχνίας3. φρ. «το κεφάλι του είναι γλόμπος» — είναι φαλακρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. globo < λατ. globus «σφαίρα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλόμπος — ο (λ. ιταλ.) 1. γυάλινο περίβλημα, συνήθως σφαιρικό, λάμπας φωτισμού. 2. ο καραφλός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)